- εικοσαετηρίδα
- [-ίς (-ίδος)] η двадцатилетие, двадцатая годовщина;
άγω εικοσαετηρίδα — отмечать двадцатую годовщину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άγω εικοσαετηρίδα — отмечать двадцатую годовщину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εικοσαετηρίδα — και εικοσετηρίδα, η (AM εἰκοσαετηρίς και εἰκοσετηρίς) 1. χρονικό διάστημα είκοσι ετών 2. επέτειος χρονικού διαστήματος είκοσι ετών … Dictionary of Greek
εἰκοσαετηρίδα — εἰκοσαετηρίς period of twenty years fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοσαετηρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εικοσαετηρίδα … Dictionary of Greek